- ρουσφετολογικός
- -ή, -ό, Ν [ρουσφετολόγος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουσφετολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη ρουσφετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χατιρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται για χάρη κάποιου, ρουσφετολογικός, χαριστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)